- αζωνικός
- -ή, -ό (Α ἀζωνικός, -ή, -όν) [ἄζωνος]ο μη περιορισμένος σε ορισμένη ζώνη ή περιοχή, ο άζωνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀζωνικοί — ἀζωνικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζωνική — ἀζωνικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζωνικήν — ἀζωνικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζωνικῶς — ἀζωνικός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζωνικῷ — ἀζωνικός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζωνος — η, ο (AM ἄζωνος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν φορά ζώνη, ο άζωστος αρχ. μσν. ο μη περιορισμένος από ζώνες ή χώρες, ο μη επιχώριος (ιδιαίτερα για θεούς, τών οποίων η λατρεία ήταν διαδεδομένη παντού και όχι μόνο σε ορισμένη περιοχή). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ… … Dictionary of Greek